Bookmark and Share

Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

O Μπομπ Ντύλαν στο Terra Vibe Park.

Της Κατερίνας Στάμου



Όταν η μουσική ξεπερνάει την εποχή της και όταν μια βραχνή φωνή τραγουδάει θλιμμένους και απαστράπτοντες στίχους, τότε ο κόσμος ξεχειλίζει από αγάπη και η ζωή γίνεται εύκολη και ωραία. Τα συναισθήματα φορτίζονται ίσα-ίσα ώστε να γίνουν οι άνθρωποι λίγο πιο ποιητικοί και αυτόματα όλοι μοιάζουμε να ανεβαίνουμε επίπεδο ζωής. Και αν είσαι λιγάκι έξυπνος και ικανός να διακρίνεις την ουσία απ’ την επιφάνεια, τότε καταλαβαίνεις ότι πίσω από τα βραβεία και τη μουσική βιομηχανία, πίσω από τον όγκο της ιστορίας που θαμπώνει και παραμορφώνει, πίσω από κάθε ροκ εν ρολλ κλισέ, κρύβεται ένας κύριος που μεγάλωσε ακούγοντας Odetta, ένας κύριος ντυμένος με τον κομψό αέρα της δύσης, κάποιος που μοιάζει με μυθιστόρημα και που του αρέσει να ζωγραφίζει, κάποιος που σιωπά όταν πρέπει και μιλάει πάλι όταν πρέπει: προτέρημα πρωτοφανές για τους περισσότερους ανθρώπους. Κάποιος πολύ μα πολύ διαβασμένος που κάνει άψογα του κεφαλιού του και τον οποίο σέβονται ακόμη και όσοι «τον αντιπαθούν».

Η μαγιάτικη ζεστή βραδιά τα είχε όλα όσα έπρεπε για να αποδειχθεί ξεχωριστή: ο Ντύλαν βγήκε στη σκηνή στις 9.30 ακριβώς (όπως αναγραφόταν στο εισιτήριο) και με την πρώτη ματιά καταλάβαινες ότι πρόκειται για άνθρωπο που γεννήθηκε κάτω από ξεχωριστό αστέρι. Διότι πέρα από τα γεγονότα, πέρα από το κοινό που ζητωκραύγαζε και χειροκροτούσε, πέρα από την ταύτιση γενεών και γενεών με τη μουσική του, το μεγαλείο βρισκόταν σε αυτό το βλέμμα το γεμάτο ευγένεια και σπιρτάδα, σε αυτά τα τραγουδιστά λόγια που μιλάνε για μοναξιά μεγαλύτερη και από την απεραντοσύνη της ερήμου, σε αυτούς τους έρωτες που έγιναν τραγούδια και που έτσι ξαναζωντανεύουν επανειλημμένα κάθε φορά που κάποιος τα σιγοτραγουδάει μες το πλήθος. Και στην ποίηση της ψυχής που αναβλύζει μέσα από ένα κομμάτι σαν το Lonesome Death Of Hattie Carroll και από ένα άλλο σαν το Ballad Of A Thin Man: παιγμένα από μουσικούς τους οποίους έδενε μια θαυμάσια χημεία (με δυο-τρεις κιθάρες, ένα μπάσο, ένα αρμόνιο, μια φυσαρμόνικα και μερικά ακόμη όργανα) εκ των οποίων, μάλιστα, ο ένας είναι «θρύλος» και έφτασε αισίως τα 69 του χρόνια μα κουνάει τους ώμους του ανεπιτήδευτα και ζωηρά λες και είναι εικοσάρης. Ήταν ο ίδιος θρύλος που ένα χρόνο πριν είχα δει στο Palais Des Congres του Παρισιού και που -ως αναμενόμενο-, όπως και τώρα, μόλις βγήκε στη σκηνή έβαλα τα κλάματα.

Η βραδιά στην Αθήνα, λοιπόν, τα είχε κι αυτή όλα: είχε κλάματα και γέλια από συγκίνηση, είχε ουρλιαχτά από ενθουσιασμό και τρελό χορό πάνω στη νοητή 61η λεωφόρο, είχε ένα πυροτέχνημα ηχητικό που το λένε Rollin’ & Tumblin’, είχε δέος για το να νιώθεις σα μια πέτρα που κυλάει και περηφάνια για το να παίρνεις σα γυναίκα και να «σπας» σαν κοριτσάκι. Είχε και μια κυρία ηλικιωμένη που βρήκε το δρόμο της μέσα στο πλήθος και έφτασε στην πρώτη σειρά για να τον δει λιγάκι από κοντά, ήσυχα-ήσυχα, και ύστερα να φύγει. Είχε όμως και απογοητεύσεις και παράπονα από ορισμένους για το γεγονός ότι επί σκηνής δε μιλάει καθόλου ο Ντύλαν, για το γεγονός ότι στα live αλλάζει πολύ τα κομμάτια ο Ντύλαν. Για τη φωνή του Ντύλαν και για τη set list του Ντύλαν. Ο κόσμος σε θαυμάζει για να σε κρίνει ευκολότερα με την πρώτη ευκαιρία.

Εγώ παρόλα αυτά (ίσως από θέμα γούστου, ίσως από το ότι υπερίσχυσε της λογικής το συναίσθημα) ένιωθα έτοιμη να εκραγώ και να διαμελιστώ σε χιλιάδες λαμπερά κομματάκια. Κι αυτό επειδή ο Μπομπ μου ανήκει: ανήκει στις εμπειρίες μου, στις ανομολόγητες σκέψεις μου και στα όνειρά μου. Μου ανήκει όπως μου ανήκουν οι παιδικές μου αναμνήσεις, όπως μου ανήκουν οι συνήθειές μου κι ένιωσα προικισμένη βλέποντάς τον να πυρπολεί τις καρδιές μας με τρυφερότητα επί κοντά δυο ώρες. Ανήκει σε μένα και σε σένα (σε περίπτωση που τον αγαπάς όσο κι εγώ), ανήκει σε όλους μας γιατί καταφέρνει να μιλάει για ό, τι απαρτίζει τη ζωή με τον πιο δικό του, διαυγή και α-ληθινό τρόπο. Και την ίδια στιγμή δεν ανήκει σε κανέναν άλλο, παρά μόνο στον εαυτό του.

Όταν άνοιξε τη συναυλία με το Rainy Day Women, ένιωσα το σώμα μου να τρέμει και την καρδιά μου να μουδιάζει, κι όταν την έκλεισε με το All Along The Watchtower και στάθηκε μπροστά στη σκηνή κοιτάζοντας το κοινό θέλοντας σιωπηλά να το ευχαριστήσει, σκέφτηκα πώς έτσι μου άρεσε, πώς όλα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν κι αισθάνθηκα ευγνωμοσύνη που ο Ντύλαν φανερώθηκε στη ζωή μου νωρίς και τη γέμισε με φως και τόλμη. Ύστερα, κι αφότου η μουσική είχε ήδη πάψει, η σκηνή φωτίστηκε και το Terra Vibe άρχισε να αδειάζει, ενώ εγώ είχα την αίσθηση ότι το σύμπαν σταμάτησε να τρεμοπαίζει, καθώς ζαλισμένη σα μια μικρή, χαμένη σελήνη είχα την ανάγκη να περιστρέφομαι αιωνίως γύρω απ’ όσα μου προσέφερε ο Μπομπ επί σκηνής.

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

ΕντιτόReal: Το και Το.

Το και Το


Α, να ένα εντιτόριαλ. Θα διαβάσω πάλι τη γνώμη κάποιου άσχετου για την οικονομική κρίση της Ελλάδας. Άλλος ένας που θα αναλύσει το πώς η Ελλάδα έφτασε στο σημείο που έφτασε, ποίος φταίει, αν υπάρχει λύση, ή αν δεν υπάρχει. 


Αλλά πολύ θα σε λυπήσω, γιατί  δεν πρόκειται ούτε να αναλύσω το σημείο στο οποίο βρέθηκε η χώρα, διότι είναι πολύ πιθανό να είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που παρουσιάζουν τα μέσα. Δεν πρόκειται να αναλύσω το ποίος φταίει, γιατί έχουν όλοι μερίδιο ευθύνης. Και δεν πρόκειται να μιλήσω για λύσεις γιατί δεν είμαι οικονομολόγος, και ξέρω μόνο τι μπορώ να κάνω εγώ ο ίδιος με βάσει τη συνείδησή μου. ...Ξέρω, είναι αντίθετα στην αντίληψη του Έλληνα που κάθεται στο καφενείο και λέει στους υπόλοιπους θαμώνες με τσαμπουκά και τις φλέβες στο μέτωπο να πεταρίζουν: "Θα γράψω την άποψή μου. Και θα τους τα πω όλα με το νι και με το σιγμα: ΤΟ ΚΑΙ ΤΟ." Και είναι σίγουρος οτι έχει δίκιο.


Και αφού σας έπρηξα με το για τι δεν θα μιλήσω, θα μπω στο ψητό. Αν η EXIT ήταν η Ελλάδα, τότε το μισό site θα ήταν κατειλημμένο από εργαζόμενους που ψάχνουν το δίκιο τους, μερικά links θα ήταν σπασμένα, ή καμμένα, και όσοι περνούσαν από τη σελίδα με τα ονόματα της δημοσιογραφικής ομάδας θα φώναζαν: Να καεί να καεί το μπουρδέλο η εξίτ. (ο τόνος στη λήγουσα, για να κάνει ρίμα). Κάποιος server θα μας ανακοίνωνε ότι τα έσοδά μας είναι πολύ μικρότερα από τα έξοδά μας, και ότι η δημοσιογραφική ομάδα καταχράται το δημόσιο χρήμα. Από την άλλη, θα κατηγορούνται και οι αναγνώστες που "φοροδιαφεύγουν" και δεν δίνουν ούτε 1 ευρώ για την EXIT. Και στο τέλος, κάποιο πιο δυνατό site θα μας έλεγε ότι θα μας δανείσει λεφτά, αλλά θα πρέπει να ακολουθήσουμε τις συμβουλές του ώστε να περιορίσουμε τα έξοδα και να αυξήσουμε τα έσοδα βάζοντάς μας διαφημίσεις δικών του εταιρειών. Άντε, και ίσως επενέβαινε και στο περιεχόμενο, λέγοντας ότι αν μιλήσουμε για lifestyle, θα αυξηθούν οι αναγνώστες, και άρα και τα λεφτά.


Στην EXIT έχουμε την ευτυχία να μην αναμιγνυόμαστε με χρήματα. Βέβαια, αν καίγατε κανένα link, ή αν σπάγατε κανένα άρθρο, θα σας έδινα και ένα δίκιο, γιατί δεν είμαστε και τέρατα συνέπειας τους τελευταίους μήνες.


Όπως και να 'χει, ενάντια σε κάθε οικονομικό μυαλό, συνεχίζουμε να γράφουμε για την ψυχή της μάνας μας, λοιπών συγγενών και φίλων...

Πρόσωπα: Μ.Παπαγεωργίου & Α.Εμμανουηλίδης




Η Μαρία Παπαγεωργίου και ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης δηλώνουν "Όμορφοι και ηττημένοι"σκιαγραφόντας το προφίλ της πραγματικότητας με αφοπλιστικό ρομαντισμό.

1.Πως γνωριστήκατε;
Άλεξ:Η γνωριμία ήταν λίγο επεισοδιακή. Συνέβη από  τρεις διαφορετικές μεριές ταυτόχρονα. Βρισκόμουν σε περίοδο που έψαχνα τραγουδίστρια για τις δικές μου συναυλίες. Η πρώτη κρούση έγινε από τον κιθαρίστα του σχήματος τον Γιάννη τον Μπούρα .Μου γνώρισε την Μαρία, τραγούδησε στην πρόβα και επειδή δοκίμαζα πολλές φωνές  τότε ήμουν επιφυλακτικός και δεν την επέλεξα. Η δεύτερη κρούση έγινε από τον Ηλιά  Βαμβακούση τον τραγουδοποιό. Μου δίνει το τηλέφωνό της Μαρίας ,της ζητάω να έρθει να την ακούσω και μου λέει 'Αλέξανδρε έχω ξανάρθει'(γέλια!).Δεν έγινε ούτε τότε η επαφή, πήρα μια άλλη κοπέλα. Η τρίτη και τελευταία επαφή έγινε από  τον τότε παραγωγό μου και στιχουργό Παρασκευά Καρασούλο. Η Μαρία είχε πάρει μέρος στην τρίτη ακρόαση  της Μικρής Άρκτου και εγώ στην δεύτερη. Έγινε  πρόταση να βρεθούμε  καλλιτεχνικά μαζί, να της κάνω δίσκο και να βρεθούμε μαζί στα Live. Το μετάνιωσα που δεν την είχα πάρει από την πρώτη μέρα. Ευτυχώς μου δόθηκε η ευκαιρία να επανορθώσω.
2.Το 2004 έκανες τον πρώτο σου προσωπικό δίσκο με τίτλο «φυσάει αλλιώς ο αέρας εδώ» και συ έχεις συμμετάσχει στον δίσκο της Δανάης Παναγιωτοπούλου και του Νίκου Χαλβατζή.Είχε σκεφτεί ο καθένας από σας ότι το επόμενο δισκογραφικό σας βήμα θα ήταν με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα ,ύφος και αισθητική ή απλώς προέκυψε. Το επιδιώξατε;
Άλεξ:Εγώ προσωπικά όταν έβγαλα τον πρώτο μου δίσκο δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι θα λειτουργήσω ως συνθέτης και στιχουργός που δίνει τραγούδια. Βγήκα ως τραγουδοποιός και νόμιζα ότι θα συνέχιζα έτσι. Αλλά τελικά μου δόθηκε η ευκαιρία με την Μαρία να εξετάσω και αυτή την πτυχή της δημιουργίας και μου φάνηκε πάρα πολύ γοητευτική.
Μαρία : Δεν το επιδίωξα. Κατ' αρχήν δεν είχα μεγάλη επαφή με την ελληνική μουσική όταν γνώρισα τον Αλέξανδρο. Τότε το όνειρό μου ήταν να κάνω έναν αγγλόφωνο δίσκο. Μέσω της τρίτης ακρόασης της Μικρής Άρκτου - που επέμενε η δασκάλα μου φωνητικής,η Ελισάβετ Καρατζόλη, να πάρω μέρος- γνώρισα τον Αλέξανδρο και ήρθα σε πραγματική επαφή με τον ελληνικό στίχο, άρχισα να ψάχνω και να ακούω πιο προσεκτικά τους μεγάλους μας δημιουργούς και σιγά σιγά όλο αυτό με κέρδισε. Όλη αυτή μου η στροφή και η αφοσίωση τα τελευταία χρόνια με έφερε σε επαφή και με τον Νίκο Χαλβατζη και τη Δανάη Παναγιωτοπούλου, δύο ανθρώπους που τους θεωρώ πολύ ταλαντούχους και που πραγματικά υπηρετούν το ελληνικό τραγούδι. Είμαι πολύ ευγνώμων.
3.Δεύτερη δισκογραφική δουλειά για τον Αλέξανδρο και πρώτη για σένα. «Όμορφοι και ηττημένοι» ο τίτλος της πρώτης σας κοινής δισκογραφικής σας δουλειάς. Το ομώνυμο τραγούδι έχει αγαπηθεί πολύ από το κοινό που σας ακολουθεί.Το περιμένατε ;
Μαρία: Ναι εγώ το είχα πιστέψει αυτό το τραγούδι.Είχε γράψει πολλά τραγούδια ο Αλέξανδρος αυτά τα δυο τρία χρόνια που δουλεύαμε αυτό το υλικό. Ήταν από τα πολύ λίγα που είπα πάμε να το ηχογραφήσουμε αμέσως. Πιστεύω ότι έχει πολύ δυνατό στίχο και μουσική και αυτό λειτουργεί καταλυτικά.
Αλεξ: Και εγώ  το πιστεύω σαν τραγούδι πολύ. Έχει ταιριάξει απόλυτα με την φωνή της Μαρίας. Αν το έλεγα εγώ δεν ξέρω αν θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα. Θα ήταν πάλι ένα καλό τραγούδι αλλά θα έλειπε ίσως η ευαισθησία της γυναικείας φωνής.

4.Γράφεις και συνθέτεις σχεδόν όλα τα κομμάτια του καινούργιου δίσκου
αλλά και του παλιού. Ποιες είναι οι επιρροές σου; Το γεγονός ότι αναλαμβάνεις και το κομμάτι του στίχου και της σύνθεσης σημαίνει πως μπορείς να κάνεις το ένα υπό την προυπόθεση του άλλου;
Άλεξ:Με έχουν επηρεάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό  πολλοί τραγουδοποιοί που έχουν περάσει από την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, κυρίως από τον Σαββόπουλο και έπειτα. Έχω ακούσει Μούτση, Λοϊζο, Θεοδωρακή,  Μικρούτσικο. Θεωρώ πως τα ακούσματα αυτά είναι αφομοιωμένα και τα έχω ενστερνιστεί. Έπειτα για να γνωρίσω τους καλλιτέχνες της δεκαετίας του 60 και του 70 με βοήθησαν πολύ καλλιτέχνες της δεκαετίας του 90.Ο Μίλτος Πασχαλίδης στάθηκε ως αφορμή για να μάθω από που επηρεάστηκε ως καλλιτέχνης. Οι Πυξ Λαξ, ακόμη, στα γυμνασιακά μου χρόνια που έκαναν τρομερή επιτυχία, με έβαλαν στο κλίμα της ακουστικής κιθάρας και του προσεγμένου στίχου. Αργότερα ο Μάλαμας και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου .Αλλά και ακούσματα που είχα πρωτού έρθω σε επαφή με την ακουστική μουσική, όπως rave και punk μουσική ,κλασσικό ροκ. Όλα αυτά με έχουν επηρεάσει μουσικά και στιχουργικά. Αλλά δεν γράφω στίχους και μουσική ταυτόχρονα. Υπάρχουν και τα δυο αυτόνομα. Όταν γράφω στίχους, απλώς, δεν σκέφτομαι ποιος θα μπορούσε να τους μελοποιήσει. Μ' αρέσει να τους δουλεύω εγώ χωρίς αυτό να σημαίνει πως αποκλείω κάτι διαφορετικό στο μέλλον.

5.Στην καινούργια σας δουλειά τι ήχους θα ακούσουμε; Ποιο είναι το ύφος του δίσκου;
Μαρία: Θα ακούσετε πολλούς και διαφορετικούς ήχους που όλοι τους όμως εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό. Την ανάδειξη του στίχου της μελωδίας και της ερμηνείας. Δεν φοβόμαστε να δείξουμε ανοιχτά τις επιρροές μας(και είναι πολλές και διαφορετικές) και έτσι προκύπτουν ζειμπέκικα με ντράμς από δυτικές μουσικές, ηλεκτρονικά στοιχεία, σαφείς αναφορές στο έντεχνο του 60 και 70 με μια πιο σύγχρονη ματιά αλλά και πινελιές τζαζ ή μπλούζ.  

6. Live εμφανίσεις σε Ιανό,Κύτταρο, After dark,Πυρήνα.Πως θα χαρακτηρίζατε το κοινό που σας ακολουθεί; Είναι αυτό που επιδιώκατε;
Μαρια: Ναι,το κοινό μας είναι αυτό που πάντα ονειρευόμουν να απευθύνομαι. Απαρτίζοταν αρχικά από δικούς μας ανθρώπους που άρχισαν να γίνονται περισσότεροι και γι' αυτό το λόγο έχουμε μια πιο προσωπική σχέση . Έρχονται συνειδητά στις παραστάσεις μας και μας λένε πάντα τη γνώμη τους.Δεν είναι σκληροπυρηνικοί γιατί δεν ακούνε μόνο αυτό το είδος.
Αλεξ: Εγώ πιστεύω ότι τους ενδιαφέρει και η ατμόσφαιρα που υπάρχει στα live μας. Ο τρόπος που στεκόμαστε στην σκηνή και που στήνουμε την παράσταση μας, ο τρόπος που αγκαλιάζουμε τον κόσμο και διασκεδάζουμε μαζί του.

7.Σπούδαζες στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς οικονομικά που ήταν και η πρώτη σου επιλογή. Στην πορεία όμως είδες πως δεν σου ταίριαζε ένα τέτοιο επάγγελμα. Τι θα συμβούλευες έναν νέο σε ανάλογη περίπτωση;
Μαρία:Θεωρώ πως άμα έχεις κουραστεί για να μπεις σε μια σχολή και ασχολείσαι με το αντικείμενο της σε ωφελεί να την τελειώσεις. Εμένα προσωπικά δεν μ' αρέσει να αφήνω κύκλους ανοιχτούς.Αν ξέρεις τι θέλεις να κάνεις, ακολούθησε το. Πιστεύω ότι οι νέοι  άνθρωποι πρέπει να πάρουν αυτό το ρίσκο, να μην ακολουθούν το αντικείμενο του πτυχίου τους αν δεν είναι αυτό που αγαπάνε. Με οποιοδήποτε  τίμημα. Αν κυνηγήσουν αυτό που αγαπάνε, θα πετύχουν σίγουρα.

8. «700 ευρώ το μήνα». Τραγούδι επίκαιρο στις μέρες μας .Οι στόχοι σας που έχετε για την μουσική συμβιβάζονται με τους καιρούς ή προσπαθείτε να φέρετε τους καιρούς στα μέτρα σας;
Αλεξ: Σίγουρα οι στόχοι οι οικονομικοί  περιορίζονται λόγω της εποχής αλλά το δημιουργικό μέρος δεν νομίζω πως μπορείς να το περιορίσεις. Νομίζω ότι κάθε καλλιτέχνης που σέβεται τον εαυτό του δεν συμβιβάζεται στο δημιουργικό μέρος της δουλειάς του. Το να πας σε μια μεγάλη εταιρεία σήμερα είναι ένα είδος συμβιβασμού και τον κάναμε. Αλλά δεν φέραμε το υλικό μας στα μέτρα της εταιρείας άλλα τις οικονομικές μας απαιτήσεις. Η εποχή δεν θέλει συμβιβασμούς, θέλει να προσγειωθούμε σε επίπεδο οικονομικών απαιτήσεων.Υπάρχει πολύ χώρος για δημιουργία. Και σε αυτό πρέπει να δώσουμε βάρος.
Μαρία: Εγώ νιώθω ότι μπορώ να συμβιβαστώ μόνο με κάποια πράγματα που αφορούν στο  διαδικαστικό μέρος. Όχι στην δημιουργία. Είμαστε πολύ μακριά από το σύστημα με τον Αλέξανδρο αλλά προκειμένου η μουσική μας να φτάνει σε περισσότερο κόσμο και να την μοιραζόμαστε μαζί του, συμβιβαζόμαστε με κάποιες  παραμέτρους, κυρίως οικονομικές, που δεν μας στερούν την καλλιτεχνική μας αισθητική..

9.Η τηλεόραση είναι ένα μέσο που έχει απορριφθεί από πολλούς νέους καλλιτέχνες  κύριως λόγω της έλλειψης αισθητικής. Αυτή η «απαξίωση» είναι ικανή  να φέρει αλλαγή;
Αλεξ; Δεν νομίζω ότι η αποχή νέων καλλιτεχνών από την τηλεόραση έχει μεγάλη ισχύ αν λάβουμε υπ όψη τον τρόπο που είναι δομημένη τόσα χρόνια. Δεν πιστεύω ότι η απαξίωση αυτή την αποδυναμώνει. Αν μια μεγάλη μερίδα της τέχνης απαξιώσει πλήρως την τηλεόραση και φτάσει σε σημείο να μην περιέχει τίποτα καλλιτεχνικό πλέον, δεν ξέρω που μπορεί να φτάσει. Πιο πιθανό είναι να συνεχίσει να διαμορφώνει κατωτέρου επιπέδου ανθρώπους παρά να προσπαθήσει να αλλάξει.
Μαρια:  Η νέα γενιά δεν απαξιώνει την τηλεόραση. Η τηλεόραση απαξιώνει την νέα γενιά. Άμα υπήρχε μια εκπομπή πραγματικά αξιόλογη που να στηρίζει τους νέους καλλιτέχνες πιστεύω ότι οι περισσότεροι θα πήγαιναν. Θέλει όμως πολύ μεράκι να γίνει κάτι τέτοιο στη βιομηχανία της τηλεόρασης. Πάντως συμφωνώ σε γενικές γραμμές με τον Αλέξανδρο. Αν η τηλεόραση αρχίσει να χάνει έδαφος , θα εφεύρει καινούρια ριάλιτι , σειρές ή θεάματα, δε θα κάνει στροφή προς τις τέχνες. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι θα υπάρχουν πάντα κάποια καλά προγράμματα.

10.Πιστεύετε ότι σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς το τραγούδι μπορεί να παίξει καίριο ρόλο στην κοινωνία; Μπορεί να έχει την δυναμική του παλιού πολιτικού τραγουδιού αλλά τώρα να εκφράζεται και να διαμορφώνεται με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο από την νέα γενιά;
Μαρια: Πιστεύω πως  το τραγούδι έχει δύναμη στις μέρες μας αλλά όχι όση είχε τα παλιότερα χρόνια. Εκείνα τα χρόνια ήταν από τις λίγες μορφές τέχνης που ο λόγος της άνοιγε το μυαλό των ανθρώπων. Περίμενες, δηλαδή, να βγάλει δίσκο ο Σαββόπουλος για να αφυπνιστείς, να ξεσηκωθείς. Τώρα υπάρχει υπερπληροφόρηση, δεν προλαβαίνει ο κόσμος να αφομοιώσει το πολιτικό τραγούδι. Πόσοι για παράδειγμα ξέρουν τη Δανάη Παναγιωτοπούλου, την πιο δυνατή πολιτική γραφή κατά τη γνώμη μου σήμερα στην Ελλάδα;Έχει λίγο υποβαθμιστεί η δυναμική του τραγουδιού γιατί ο κόσμος δεν αντιλαμβάνεται πόση ανάγκη έχει το πολιτικό λόγο.
Αλεξ:Εγώ πραγματικά πιστεύω ότι υπάρχει χώρος για να δημιουργηθεί κάτι πολύ μεγάλο και δυνατό στο τραγούδι που ενδεχομένως  να αλλάξει και τις δομές  έτσι όπως τις έχουμε μάθει τόσα χρόνια. Θεωρώ πως η  ιστορία κάνει κύκλους και ότι το τραγούδι θα αποκτήσει πάλι την δύναμη και την λάμψη που είχε κάποτε, επηρρεάζοντας  περισσότερο κόσμο από το περιορισμένο κοινό που είχε μέχρι τώρα

Η καινούργια τους δισκογραφική δουλειά με τίτλο "Όμορφοι και ηττημένοι"κυκλοφορεί στα δισκοπωλεία και στεγάζεται για τρεις Παρασκευές του Μαϊου(14,21,28)στον μουσικό χώρο "Πυρήνα".

VAMPIRE WEEKEND- CONTRA



Του Μιχάλη Κωνσταντόπουλου
Είχα την τύχη να μάθω τους Vampire Weekend από τα πρώτα τους βήματα χάρη σ'ένα φίλο μου με Αγγλίδα μητέρα. Αυτός, λόγω των συχνών του ταξιδιών στη χώρα του Γουίλιαμ Σαίξπηρ και πατρίδα του ποδοσφαίρου, ερχόταν πολύ πιο εύκολα από μένα σ' επαφή με ό,τι καινούργιο υπάρχει στη μουσική. 

Για το πρώτο τους και ομώνυμο album θυμάμαι το φίλο μου να λέει ότι δεν θα έχω ξανακούσει κάτι τέτοιο. Είχε απόλυτο δίκιο. Η μουσική τους ήταν όντως και συνεχίζει να είναι κάτι το αρκετά πρωτότυπο. Δύσκολο να την κατατάξεις σε κάποιο είδος. Ίσως indie, ίσως alternative, ίσως ένα ολότελα νέο είδος που βρίσκεται στα σπάργανα και βάζει σπαζοκεφαλιές στους μουσικούς συντάκτες που πρέπει κάπως να το βαφτίσουν. Το μόνο σίγουρο πάντως είναι ότι προσέφεραν μία ολότελα καινούργια μουσική προσέγγιση και σπάνιο για τις μέρες μας, αμέσως αποτέλεσαν ένα συγκρότημα με δικό του χαρακτήρα που ξεχωρίζει από τη μάζα.

Όντας πανευτυχής το 2008 με τα νέα ακούσματα που ανακάλυψα, περίμενα με ανυπομονησία την επόμενη δουλειά του αμερικανικού συγκροτήματος. Και όταν ήρθε το Contra δεν με απογοήτευσε καθόλου. Ίσα-ίσα με ενθουσίασε.  Ο indie afropop (έτσι βαφτίστηκε από κάποιους στη μουσική πιάτσα) ήχος του πολλά υποσχόμενου συγκροτήματος με κέρδισε από την πρώτη στιγμή. Ακολούθησαν πολλές...επαναλήψεις των κομματιών του contra στο cd player, το νέο ηχοσύστημα του υπολογιστή μου και στο mp3 για το δρόμο. 

Μη με ρωτήσετε βέβαια από που προκύπτει ακριβώς ο χαρακτηρισμός "indie afropop". Το indie νομίζω το καταλαβαίνετε. Ως προς το afropop υπάρχει μία απορία αφού στο προηγούμενο album υπήρχαν κάποια τέτοια στοιχεία αλλά τώρα αυτά είναι δυσδιάκριτα με έναν δουλεμένο ηλεκτρονικό ήχο να κυριαρχεί. Σίγουρα η μείξη όλων αυτών των στοιχείων γοητεύει και καθιστά τα κομμάτια του contra οτιδήποτε άλλο πέρα από κομματάκια της σειράς και απαρατήρητα. Σημαντικό για μια εποχή που τα περισσότερα συγκροτήματα μένουν στα κεκτημένα προηγούμενων δεκαετιών και λίγα πειραματίζονται.
Ακούγοντας το album θα εστιάσετε στα "Taxi Cab", " Diplomat's Son", " Giving Up the Gun" και το πολύ καλό "Run".  Και τα υπόλοιπα 6 κομμάτια όμως ακούγονται πολύ ευχάριστα και δεν μοιάζουν να αποτελούν γεμίσματα για να συμπληρωθεί το album.
Μοναδικό μου παράπονο είναι το γεγονός ότι το συγκεκριμένο συγκρότημα δεν τυγχάνει της προσοχής που θα έπρεπε από το ελληνικό ραδιόφωνο. Είναι κρίμα, ακόμα και σταθμοί που παίζουν rock και alternative μουσική να μην συμπεριλαμβάνουν τέτοια πρωτότυπα  κομμάτια στην playlist τους.
Συνολικά το contra είναι μια άρτια δουλειά και γεννά ακόμα υψηλότερες προσδοκίες για το επόμενο album των Vampire Weekend όπως και την επιθυμία να τους δούμε από κοντά στην Ελλάδα.



Δισκοθήκη | Μάιος 2010

Της Κατερίνας Στάμου

Jimi Hendrix: Valleys of Neptune (12 previously unreleased studio recordings)
Ας υποθέσουμε ότι είσαι ένα καλό δεκαπεντάχρονο αγόρι. Η μάνα σου στα γενέθλιά σου σού πήρε για δώρο μια μαύρη Strat, σαν εκείνη που είχε στα 70s ο Clapton,  σαν εκείνη με την οποία έπαιζε ο Hendrix στο Monterey Pop Festival  το ‘67.  Χάρη στο δάσκαλό σου, κάνεις τα πρώτα σου μουσικά βήματα. Λατρεύεις τον Rory Gallagher, τους Cream, και, φυσικά, τον Hendrix. Τον λατρεύεις τόσο που καμιά φορά λυπάσαι πολύ που πέθανε τόσο νέος. Με το χαρτζιλίκι απ’ τον πατέρα σου μαζεύεις όλα τα cd του: προτιμάς να τα έχεις τα άλμπουμ του και να μην τα κατεβάζεις από το διαδίκτυο. Τέτοια αδυναμία του έχεις.

Πριν μερικούς μήνες διαβάζεις στο ίντερνετ για ένα νέο άλμπουμ με 12 ακυκλοφόρητες στούντιο ηχογραφήσεις το οποίο αναμένεται να κυκλοφορήσει το Μάρτιο. Τρελαίνεσαι! Ο παραγωγικός φίλος σου, ο μεγαλύτερος κιθαρίστας όλων των εποχών, άφησε πίσω του μερικά κρυμμένα διαμάντια μαζί με τους Experience. Η σκέψη σε εξιτάρει: με το που φτάνει η μέρα, μετά το σχόλασμα τρέχεις φουριόζος ν’ αγοράσεις το cd. Πρώτο κομμάτι, μια αλλιώτικη, ενδιαφέρουσα εκτέλεση στο αγαπημένο σου Stone Free. Καλή επιλογή για αρχή, δυναμική, την απολαμβάνεις. Δεύτερο, κάτι που ποτέ πριν δεν είχες ξανακούσει: ο «ολοκαίνουργιος» ύμνος που ακούει στο όνομα Valleys of  Neptune φτάνει για πρώτη φορά στα αυτιά σου μιας και βγαίνει πρώτη φόρα στα ράφια των δισκοπωλείων και διαθέτει άφθονη ζωτικότητα και επιδεξιότητα ώστε να διδάξει και να αποστομώσει τους πάντες ακόμα και σαράντα χρόνια μετά τη γέννησή του. «Αυτή», σκέφτεσαι, «είναι ακόμα η μουσική της εποχής μας». Τρίτο κομμάτι, μια μανιακή διασκευή στο αγαπημένο τραγούδι του Χέντριξ, το οποίο συνήθιζε να παίζει σε live του (σύνθεση του θρυλικού μπλουζίστα Elmore James), Bleeding Heart: εδώ, άκρως ψυχωτικό, άκρως groovy, άκρως ζόρικο. Σε γεμίζουν μέθη και ευτυχία τα αέναα σολαρίσματά του. Η λίστα συνεχίζεται με ψυχεδελικές μπλουζιές, όπως είναι το Hear My Train A Comin και το Mr. Bad Luck, αλλά και με instrumental κομμάτια όπως το Sunshine of Your Love (το οποίο δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις) και το Lullaby of The Summer, καθώς και τα γνωστά για τους λάτρεις του Τζίμι, Fire και Red House (το δεύτερο, όντας ερωτιάρικο, ακούγοντάς το έτσι αλλαγμένο και ανανεωμένο από την παραγωγή του Kramer, σκέφτεσαι τρυφερά την κοπελίτσα που σου αρέσει στο σχολείο!). Ο δίσκος κλείνει με ένα στιλάτο CryinBlue Rain, που σε αφήνει μετέωρο και σε γεμίζει με κάτι που θα περιέγραφες ως γλυκιά μελαγχολία. Ή μήπως είναι το αίσθημα νοσταλγίας για μιαν εποχή που δεν έζησες ποτέ, όπως λέει και σ’ ένα ποίημα του ο Λειβαδίτης; Ό, τι κι αν είναι, σημασία έχει ότι σ’ αρέσει και ότι σε κάνει να νιώθεις αφυπνισμένος, ξεχωριστός και rock. Ένα έντονο αίσθημα περιπέτειας κατακλύζει το κέντρο της εφηβικής σου ύπαρξης.

Περνάνε λίγες βδομάδες και το δίσκο τον έχεις ήδη λιώσει στο παίξιμο. Το ροκ σε κάνει ελεύθερο, τα νυχτερινά όνειρά σου γίνονται πιο ζωντανά και υπέροχα, αφηρημένα υπέροχα, σαν τους πίνακες του Kandinsky. Γράφεις και το πρώτο σου ριφάκι με μεγάλη επιτυχία: «Song for Jimi». Η μαμά σε επικροτεί. Σειρά έχει ένα ακόμη για την κοπελίτσα που σου αρέσει στο σχολείο, η οποία μπορεί να μην ακούει μανιωδώς Χέντριξ, ακούει ωστόσο ραδιόφωνο και μάλιστα Kosmos. Πράγμα προτιμότερο απ’ το ν’ ακούει Kiss Fm

Ακούγοντας το Valleys of Neptune ξανά και ξανά, συνειδητοποιείς ότι οι αθάνατοι ήχοι του Τζίμι είναι ό, τι κρύβει πια μέσα του το κεφάλι σου, και τα πρωτόγονα riffs του είναι τα μηνύματα που πρέπει να μετατρέψεις μόνος σου σε ιδανικά για να πορευτείς όπως επιθυμείς μες στη ζωή σου. Δεν ξέρεις ακόμη το πώς και το γιατί, αλλά ευγνωμονείς τον Χέντριξ για όσα σου πρόσφερε και συνεχίζει να σου προσφέρει, τα οποία, όπως συμπεραίνεις, είναι ανεκτίμητα και περισσότερα απ’ όσα σου προσφέρουν οι καθηγητές σου στο σχολείο, οι αθλητές που θαυμάζεις, οι μουσικοί της εποχής σου. Οι αδιάφοροι συγγενείς σου και οι ανησυχητικά βολικοί συμμαθητές σου με τους οποίους αδυνατείς να συνεννοηθείς. Την ξέρεις την αλήθεια: ο Χέντριξ σου χάρισε περισσότερα από τον οποιονδήποτε. Περισσότερα κι απ’ τον πατέρα σου, περισσότερα κι από τη μάνα σου.   

Άτακτες Δόσεις | Μάιος 2010


Από την Εύη Αργυρίου .
Πάντα θαύμαζα το μηχάνημα που λέγεται φωτοτυπικό. Έχει άποψη για όλα- από πιστοποιητικά γεννήσεως μέχρι κηδειόχαρτα.Αποτυπώνει την πιο άχρηστη λεπτομέρεια μέχρι διαγράμματα ζωής. Έπειτα δεν σταματάει ποτέ να διατυπώνει αυτές τις απόψεις. Αμέτρητα χαρτιά χωρίς να τα λογαριάζει, τα σκορπά για οποιαδήποτε χρήση,σαν τις λέξεις. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό τυπώνει,τυπώνει,τυπώνει και όλο το νόημα της ύπαρξης του αρχίζει και τελειώνει σε αυτή την διαδικασία.Αυτό,όμως,που μου κάνει την μεγαλύτερη εντύπωση ειναι η ψυχραιμία του σε οτιδήποτε καλείται να τυπώσει. Άλλωστε το δηλώνει και το όνομα του πως είναι τυπικό. Εμείς δυστυχώς δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να αποκτήσουμε τέτοια ψυχραιμία.Κάποια κηδειόχαρτα μας ταράζουν καμιά φορά και χύνουμε λίγο παραπάνω μελάνι στο χαρτί. Συγγνώμη δεν θα επαναληφθεί. Από αύριο θα τα εκτυπώνουμε μαζί με τα νομοσχέδια της Βουλής για να μην αποπροσανατολιζόμαστε. Κι αν καμιά φορά μπερδευόμαστε και δεν βρίσκουμε την είσοδο του χαρτιού,ανοίγουμε το στόμα και όλα πήγαινουν ρολόι.

Βιβλιοθήκη | Μάιος 2010


Της Κατερίνας Στάμου

Ρενέ Γκοσίνι - Ζαν Ζακ Σενπέ: Ο Μικρός Νικόλας, Το Κόκκινο Μπαλόνι
Εκδόσεις: Σύγχρονοι Ορίζοντες
Σελ: 159

Όταν ο Ρενέ Γκοσίνι πέθανε το Νοέμβριο του 1977, η γαλλική εφημερίδα "Monde" έγραψε: "ο Ρενέ Γκοσινί είναι για το βιβλίο κόμικ και τη σάτιρα, ό, τι είναι ο Πύργος του Άιφελ για το Παρίσι και ο Μπαλζάκ για το γαλλικό μυθιστόρημα". Πρόσχαρος, παραγωγικός, ευφυής, και με ρίζες πολωνικές και εβραϊκές, ο Γκοσινί δημιούργησε, μεταξύ άλλων, τρεις σειρές βιβλίων, οι οποίες αποτελούν ισχυρή αιτία για κάποιον μη Γάλλο να μάθει γαλλικά: ο θρυλικός Lucky Luke, ο σοφός Asterix και ο αξιολάτρευτος Μικρός Νικόλας είναι παιδιά ενός πατέρα από τους πιο στοργικούς και δημιουργικούς στην ιστορία της ένατης τέχνης και όχι μόνο.

Στον πιο νέο σε ηλικία ήρωα του, το Μικρό Νικόλα (ο οποίος για μένα συγκαταλέγεται στην ομάδα των πιο έξυπνων και ξεχωριστών πιτσιρικάδων ever μαζί με τη Μαφάλντα και την παρέα του Τσάρλυ Μπράουν και του Σνούπυ) ο Γκοσίνι έτρεφε μια ιδιαίτερη, ξεχωριστή τρυφερότητα. Παιδί με καλή ανατροφή, από μια απλή, συνηθισμένη οικογένεια και με αληθοφανείς -αν και κάπως γραφικούς- φίλους, ο Νικολά είναι η φιγούρα εκείνη την οποία χάρη στον πηγαίο αυθορμητισμό της, στο πρωτότυπο χιούμορ και τον άκακο κυνισμό με τον οποίο παρατηρεί και σχολιάζει την πραγματικότητα, δεν μπορούμε παρά να ξεχωρίσουμε και να ταυτιστούμε μαζί της. Ο Μικρός Νικόλας είναι ό, τι θα θέλαμε να κρατήσουμε αλώβητο μέσα μας, μα η δομή και η πορεία του κόσμου, σχεδόν πάντα και αναπόφευκτα, το καταστρέφει.

Προς ενίσχυση στον αγώνα για τη συντήρηση της παγκόσμιας παιδικότητας (μάλιστα! προσωπικά, έτσι το βλέπω), στα ήδη γνωστά και πολυδιαβασμένα βιβλία του πιτσιρικά γάλλου ήρωα, προστέθηκε κι ένα ακόμη, με δέκα, ανέκδοτες ιστορίες τις οποίες ανακάλυψε η κόρη του Γκοσινί κι έσπευσε να παραδώσει στον άλλο "γονιό" του Νικόλα, τον κορυφαίο σκιτσογράφο Ζαν Ζακ Σενπέ, με στόχο την αισθητική ολοκλήρωση τους. Γιατί τί θα ήταν αυτές οι μονάκριβες περιπέτειες δια χειρός Ρενέ χωρίς τα κλασσικά σκίτσα που τις καθορίζουν και τις συνοδεύουν τόσα χρόνια; "Στίχοι τραγουδιού δίχως μουσική, όπερα δίχως κουστούμια", σημειώνει πολύ εύστοχα στην εισαγωγή του βιβλίου η κόρη του συγγραφέα, η Άννα. Έτσι λοιπόν ο Νικόλας γεννήθηκε και πάλι από το πενάκι του Σενπέ, καταναλώνοντάς του αυτή τη φορά περισσότερο χρώμα, για να παραμείνει παιδί και για να μας παρασύρει κι εμάς μαζί του: μας τραβολογάει στην αλάνα του, παρέα με το χοντρό φίλο του Αλσέστ, τον πλούσιο Ζοφρουά και τους άλλους του φίλους, μας βγάζει βόλτα στο θέατρο, στο  πολυκατάστημα με τις κυλιόμενες σκάλες, μας πηγαίνει επίσκεψη στο σπίτι των Παντούφληδων, μας λέει τα σχέδια του για το τσίρκο που ονειρεύεται να στήσει… Μας διασκεδάζει, μας συγκινεί, μας γεμίζει τρυφερότητα. Διαβάζοντάς τον πάλι η καρδιά μου ζωηρεύει, νοσταλγεί εποχές που θυμίζουν καρικατούρες του παππούλη, πια, Σενπέ και πετά χαριτωμένα και ξένοιαστα σα δωρισμένο, εκτυφλωτικό, κόκκινο μπαλόνι…

Σχετικά Άρθρα

Related Posts with Thumbnails