ΦΡΑΝΣΕΣΚΑ ΓΟΥΝΤΜΑΝ-
η Περσεφόνη της φωτογραφίας
η Περσεφόνη της φωτογραφίας
Της Κατερίνας Στάμου
Ήταν λεπτή και ντελικάτη με μαλλιά στο χρώμα της σίκαλης σαν εκείνης που φυτρώνει από τη γη του Ντένβερ στο Κολοράντο, στον τόπο όπου δηλαδή γεννήθηκε στις 3 Απριλίου του 1958. Γόνος οικογένειας καλλιτεχνών -η μαμά ήταν καθηγήτρια Τέχνης και ο μπαμπάς ζωγράφος και φωτογράφος- η Francesca ανατράφηκε μέσα σε περιβάλλον το οποίο το χαρακτήριζε η αγάπη για την Τέχνη και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, η δημιουργικότητα και οι φιλελεύθερες ιδέες. Παιδί, πέρασε πολλά από τα καλοκαίρια της κάτω από το φως του ήλιου της ισπανικής Antella και της ιταλικής Φλωρεντίας: στάθηκε τυχερή μιας και μπορούσε μεγαλώνοντας να αξιοποιήσει συνειδητά ή ασυνείδητα αναμνήσεις από περιβάλλοντα γραφικά και επιβλητικά, ό,τι πρέπει για την απόκτηση εμπνευσμένων εικόνων μέσα στο μυαλό της.
Το πρώτο της καλλιτεχνικό επίτευγμα το έκανε στην τρυφερή ηλικία των δεκατριών ετών: ασπρόμαυρο φιλμ και η ίδια στο ρόλο του μοντέλου, ένα κορίτσι που αφήνει τα μαλλιά του να κρύψουν το πρόσωπό του, σε μια στάση και σε ένα χώρο που εκφράζει δια μέσω του φακού όλες τις δύσκολες εσωτερικές εκφάνσεις της εφηβείας. Οι πρώτες της φωτογραφίες θυμίζουν κάτι από τη ζωή των Αυτόχειρων Παρθένων: η συναισθηματική αποξένωση, το ψυχικό βάθος έναντι ή ως απόρροια κάποιας αόριστης απώλειας και η ολότελα μελαγχολική διάθεση που πηγάζει εύκολα από μια θηλυκή νιότη. Με την πάροδο των χρόνων τα έργα της γίνονται πιο σύνθετα στη σύλληψη, η ταυτότητα παρόλα αυτά παραμένει αναγνωρίσιμη, ενώ βέβαια εξελίσσεται.
Στο έργο της Woodman, η γυναίκα απογυμνώνεται από κάθε στοιχείο ναρκισσισμού και αυταρέσκειας. Η ανδρική παρουσία εκλείπει πλην μερικών εξαιρέσεων, πράγμα που δηλώνει τη μοναξιά της γυναίκας στην τέχνη της. Τα μοντέλα της αλλά και η ίδια -μιας και συνήθως έχουμε να κάνουμε με πορτρέτα του εαυτού της, πράγμα για το οποίο εξηγούσε "είμαι πάντοτε διαθέσιμη"- μεταμορφώνονται και παραμορφώνονται δίχως μακιγιάζ και εξεζητημένα ενδύματα, δέσμιες ενός παιχνιδιού αλλεπάλληλων πειραμάτων, φαινομενικά με κάθε υλικό, τα οποία λειτουργούν ως έκφραση με απύθμενο καλλιτεχνικό βάθος. Μια κοριτσίστικη κοιλιά την οποία ζουλάνε άλλοτε μανταλάκια κι άλλοτε δυο χέρια, δυο γυναικεία πόδια σαν κλαράκια που φοράνε ψηλές κάλτσες και βρίσκονται (ή μήπως κρέμονται;) στον αέρα είναι η αντανάκλαση της Χώρας των Θαυμάτων μέσα από έναν περισσότερο μινιμαλιστικό και δραματικό "καθρέφτη". Μεταμφιέζοντας τις εικόνες σε ήχους, θα γεννιούνταν οι μελωδισμοί του Satie, ίσως ένα ξεχασμένο κατά πολλούς παλιό άλμπουμ της Linda Perhacs με τον τίτλο Parallelograms και τραγούδια από το Is This Desire? της Polly Jean Harvey.
Ο ερωτισμός στην τέχνη της δεν πηγάζει από την υπέρμετρη κολακεία του φακού προς τη γυναικεία παρουσία, αλλά γυρίζει ανάποδα και αναδύεται από την εγκατάλειψη και σκληρότητα του υλικού κόσμου που παρασέρνει το ανθρώπινο κομμάτι υποσυνείδητα στην αναζήτηση κάποιας τρυφερότητας. Τα λεπτοκαμωμένα σώματα μοιάζουν να εξαφανίζονται, να χάνονται ανάμεσα σε καθρέφτες, παλιομοδίτικα υφάσματα, άδεια δωμάτια και αντικείμενα καθημερινά που γίνονται παράδοξες μαρτυρίες ατέρμονων εμμονών και εσωτερικών πάλεων. Οι αιθέριες κοπέλες δεν είναι από μόνες τους οι πρωταγωνίστριες των εικόνων της, αλλά τα μέρη ενός ολόκληρου κόσμου, που εκφράζεται με το ζευγάρωμα κορμιού και χώρου. Στον κόσμο αυτό, το ερωτικό ξύπνημα του κοριτσιού αντί για πολύχρωμο και επιδεικτικό, είναι μονότονο και αινιγματικό. Η γυναικεία ιδιοσυγκρασία στα έργα της δε μοιάζει με εκείνη των ηρωίδων του Αlmodovar, αλλά με εκείνη των ηρωίδων του Bergman ή του Ophuls σε μια λιγότερο φαντασμαγορική εκδοχή: η παρακμή μετατρέπεται σε απόλαυση, σε επιλογή, σε μοναδικό τρόπο επιβίωσης. Όλες αυτές τις διαθέσεις η Woodman τις εκθέτει περίτεχνα, γεγονός που την καθιστά μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και ιδιάζουσες μορφές στην ιστορία της φωτογραφίας του 20ού αιώνα.
Τελειώνοντας το κολέγιο, η Francesca σπούδασε στο Rhode Island School of Design, ενώ για ένα χρόνο, από το 1977 έως το 1978 φοίτησε στο παράρτημα του Πανεπιστημίου στη Ρώμη: εκεί ήρθε σε επαφή με έναν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα κύκλο διανοούμενων και καλλιτεχνών, γνώρισε το σουρεαλισμό και το φουτουρισμό. Επιστρέφοντας στη γενέτειρά της αποφοιτεί και μετακομίζει στη Νέα Υόρκη το 1979, στοχεύοντας να κάνει διάσημο το όνομά της στο χώρο της μόδας. Λάτρευε τη Τζέην Έιρ της Σαρλότ Μπροντέ και εύκολα διακρίνονται επιρροές στο έργο της από τη βικτοριανή εποχή, με τα ονειρικά, αιθέρια φορέματα που στολίζουν κομψές παρουσίες, τα οποία δεν έρχονται σε αντίθεση με τη μόδα των καιρών της, το τέλος δηλαδή της δεκαετίας του '70, που σηματοδοτεί την αρχή της νοσταλγίας για τη δεκαετία του '60. Οι προσπάθειες της, ωστόσο, για ένα όνομα στο χώρο της μόδας αποτυγχάνουν, ενώ παράλληλα βιώνει και την απογοήτευση μιας αποτυχημένης ερωτικής σχέσης. Δεν έχουν δημοσιευθεί πάνω από εκατόν είκοσι - the great number! - φωτογραφίες της Woodman μέχρι σήμερα, ενώ ένας μεγάλος αριθμός αρνητικών φυλάσσονται από τους γονείς της.
Στις 19 Ιανουαρίου του 1981 αυτοκτονεί πηδώντας από το παράθυρο - σαν την Capucine, σαν τη μυθιστορηματική Σεσίλια Λίσμπον - ενός λοφτ στη Νέα Υόρκη, λίγους μήνες προτού κλείσει τα 23, διώχνοντας για πάντα τον εαυτό της από την εγκατάλειψη των κτιρίων που φωτογράφιζε. Έψαχνε να βρει κάτι πέρα από το χώρο, ένα όνειρο πέρα από το παράθυρο, και ίσως κάτι πέρα από τον Παράδεισο.
Το πρώτο της καλλιτεχνικό επίτευγμα το έκανε στην τρυφερή ηλικία των δεκατριών ετών: ασπρόμαυρο φιλμ και η ίδια στο ρόλο του μοντέλου, ένα κορίτσι που αφήνει τα μαλλιά του να κρύψουν το πρόσωπό του, σε μια στάση και σε ένα χώρο που εκφράζει δια μέσω του φακού όλες τις δύσκολες εσωτερικές εκφάνσεις της εφηβείας. Οι πρώτες της φωτογραφίες θυμίζουν κάτι από τη ζωή των Αυτόχειρων Παρθένων: η συναισθηματική αποξένωση, το ψυχικό βάθος έναντι ή ως απόρροια κάποιας αόριστης απώλειας και η ολότελα μελαγχολική διάθεση που πηγάζει εύκολα από μια θηλυκή νιότη. Με την πάροδο των χρόνων τα έργα της γίνονται πιο σύνθετα στη σύλληψη, η ταυτότητα παρόλα αυτά παραμένει αναγνωρίσιμη, ενώ βέβαια εξελίσσεται.
Ο ερωτισμός στην τέχνη της δεν πηγάζει από την υπέρμετρη κολακεία του φακού προς τη γυναικεία παρουσία, αλλά γυρίζει ανάποδα και αναδύεται από την εγκατάλειψη και σκληρότητα του υλικού κόσμου που παρασέρνει το ανθρώπινο κομμάτι υποσυνείδητα στην αναζήτηση κάποιας τρυφερότητας. Τα λεπτοκαμωμένα σώματα μοιάζουν να εξαφανίζονται, να χάνονται ανάμεσα σε καθρέφτες, παλιομοδίτικα υφάσματα, άδεια δωμάτια και αντικείμενα καθημερινά που γίνονται παράδοξες μαρτυρίες ατέρμονων εμμονών και εσωτερικών πάλεων. Οι αιθέριες κοπέλες δεν είναι από μόνες τους οι πρωταγωνίστριες των εικόνων της, αλλά τα μέρη ενός ολόκληρου κόσμου, που εκφράζεται με το ζευγάρωμα κορμιού και χώρου. Στον κόσμο αυτό, το ερωτικό ξύπνημα του κοριτσιού αντί για πολύχρωμο και επιδεικτικό, είναι μονότονο και αινιγματικό. Η γυναικεία ιδιοσυγκρασία στα έργα της δε μοιάζει με εκείνη των ηρωίδων του Αlmodovar, αλλά με εκείνη των ηρωίδων του Bergman ή του Ophuls σε μια λιγότερο φαντασμαγορική εκδοχή: η παρακμή μετατρέπεται σε απόλαυση, σε επιλογή, σε μοναδικό τρόπο επιβίωσης. Όλες αυτές τις διαθέσεις η Woodman τις εκθέτει περίτεχνα, γεγονός που την καθιστά μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και ιδιάζουσες μορφές στην ιστορία της φωτογραφίας του 20ού αιώνα.
Τελειώνοντας το κολέγιο, η Francesca σπούδασε στο Rhode Island School of Design, ενώ για ένα χρόνο, από το 1977 έως το 1978 φοίτησε στο παράρτημα του Πανεπιστημίου στη Ρώμη: εκεί ήρθε σε επαφή με έναν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα κύκλο διανοούμενων και καλλιτεχνών, γνώρισε το σουρεαλισμό και το φουτουρισμό. Επιστρέφοντας στη γενέτειρά της αποφοιτεί και μετακομίζει στη Νέα Υόρκη το 1979, στοχεύοντας να κάνει διάσημο το όνομά της στο χώρο της μόδας. Λάτρευε τη Τζέην Έιρ της Σαρλότ Μπροντέ και εύκολα διακρίνονται επιρροές στο έργο της από τη βικτοριανή εποχή, με τα ονειρικά, αιθέρια φορέματα που στολίζουν κομψές παρουσίες, τα οποία δεν έρχονται σε αντίθεση με τη μόδα των καιρών της, το τέλος δηλαδή της δεκαετίας του '70, που σηματοδοτεί την αρχή της νοσταλγίας για τη δεκαετία του '60. Οι προσπάθειες της, ωστόσο, για ένα όνομα στο χώρο της μόδας αποτυγχάνουν, ενώ παράλληλα βιώνει και την απογοήτευση μιας αποτυχημένης ερωτικής σχέσης. Δεν έχουν δημοσιευθεί πάνω από εκατόν είκοσι - the great number! - φωτογραφίες της Woodman μέχρι σήμερα, ενώ ένας μεγάλος αριθμός αρνητικών φυλάσσονται από τους γονείς της.
Στις 19 Ιανουαρίου του 1981 αυτοκτονεί πηδώντας από το παράθυρο - σαν την Capucine, σαν τη μυθιστορηματική Σεσίλια Λίσμπον - ενός λοφτ στη Νέα Υόρκη, λίγους μήνες προτού κλείσει τα 23, διώχνοντας για πάντα τον εαυτό της από την εγκατάλειψη των κτιρίων που φωτογράφιζε. Έψαχνε να βρει κάτι πέρα από το χώρο, ένα όνειρο πέρα από το παράθυρο, και ίσως κάτι πέρα από τον Παράδεισο.
4 σχόλια:
Χαλαρό τυπάκι φαίνεται η Γούντμαν! Christos Karalias Likes this! ;)
"Χαλαρό" meaning "Cool"??
"Quixotic" & "pioneering" θα πρόσθετα..
Tα τελευταία χρόνια πάντως το έργο της έχει κινήσει πολύ το ενδιαφέρον κι η Woodman έχει πάρει λιγουλάκι τις διαστάσεις μιας cult figure.
Τη λατρεύω.<3
Cheers!:D
Κατερίνα^_^
Είπα οτι μ' αρέσει η Γούντμαν; Το πα, ε;
Και κονσέψουαλ αμα λάχει θα την έλεγα...
Πολυ ομορφο αρθρο !
Ξερει κανείς αν υπάρχει ακόμη το σπιτι που είχε χρησιμοποιήσει για στουντιο στη Ρόδο,τα απομεινάρια του ή καποιος εκθεσιακός χωρος με δουλειά της ?
Δημοσίευση σχολίου