Bookmark and Share

Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

O Μπομπ Ντύλαν στο Terra Vibe Park.

Της Κατερίνας Στάμου



Όταν η μουσική ξεπερνάει την εποχή της και όταν μια βραχνή φωνή τραγουδάει θλιμμένους και απαστράπτοντες στίχους, τότε ο κόσμος ξεχειλίζει από αγάπη και η ζωή γίνεται εύκολη και ωραία. Τα συναισθήματα φορτίζονται ίσα-ίσα ώστε να γίνουν οι άνθρωποι λίγο πιο ποιητικοί και αυτόματα όλοι μοιάζουμε να ανεβαίνουμε επίπεδο ζωής. Και αν είσαι λιγάκι έξυπνος και ικανός να διακρίνεις την ουσία απ’ την επιφάνεια, τότε καταλαβαίνεις ότι πίσω από τα βραβεία και τη μουσική βιομηχανία, πίσω από τον όγκο της ιστορίας που θαμπώνει και παραμορφώνει, πίσω από κάθε ροκ εν ρολλ κλισέ, κρύβεται ένας κύριος που μεγάλωσε ακούγοντας Odetta, ένας κύριος ντυμένος με τον κομψό αέρα της δύσης, κάποιος που μοιάζει με μυθιστόρημα και που του αρέσει να ζωγραφίζει, κάποιος που σιωπά όταν πρέπει και μιλάει πάλι όταν πρέπει: προτέρημα πρωτοφανές για τους περισσότερους ανθρώπους. Κάποιος πολύ μα πολύ διαβασμένος που κάνει άψογα του κεφαλιού του και τον οποίο σέβονται ακόμη και όσοι «τον αντιπαθούν».

Η μαγιάτικη ζεστή βραδιά τα είχε όλα όσα έπρεπε για να αποδειχθεί ξεχωριστή: ο Ντύλαν βγήκε στη σκηνή στις 9.30 ακριβώς (όπως αναγραφόταν στο εισιτήριο) και με την πρώτη ματιά καταλάβαινες ότι πρόκειται για άνθρωπο που γεννήθηκε κάτω από ξεχωριστό αστέρι. Διότι πέρα από τα γεγονότα, πέρα από το κοινό που ζητωκραύγαζε και χειροκροτούσε, πέρα από την ταύτιση γενεών και γενεών με τη μουσική του, το μεγαλείο βρισκόταν σε αυτό το βλέμμα το γεμάτο ευγένεια και σπιρτάδα, σε αυτά τα τραγουδιστά λόγια που μιλάνε για μοναξιά μεγαλύτερη και από την απεραντοσύνη της ερήμου, σε αυτούς τους έρωτες που έγιναν τραγούδια και που έτσι ξαναζωντανεύουν επανειλημμένα κάθε φορά που κάποιος τα σιγοτραγουδάει μες το πλήθος. Και στην ποίηση της ψυχής που αναβλύζει μέσα από ένα κομμάτι σαν το Lonesome Death Of Hattie Carroll και από ένα άλλο σαν το Ballad Of A Thin Man: παιγμένα από μουσικούς τους οποίους έδενε μια θαυμάσια χημεία (με δυο-τρεις κιθάρες, ένα μπάσο, ένα αρμόνιο, μια φυσαρμόνικα και μερικά ακόμη όργανα) εκ των οποίων, μάλιστα, ο ένας είναι «θρύλος» και έφτασε αισίως τα 69 του χρόνια μα κουνάει τους ώμους του ανεπιτήδευτα και ζωηρά λες και είναι εικοσάρης. Ήταν ο ίδιος θρύλος που ένα χρόνο πριν είχα δει στο Palais Des Congres του Παρισιού και που -ως αναμενόμενο-, όπως και τώρα, μόλις βγήκε στη σκηνή έβαλα τα κλάματα.

Η βραδιά στην Αθήνα, λοιπόν, τα είχε κι αυτή όλα: είχε κλάματα και γέλια από συγκίνηση, είχε ουρλιαχτά από ενθουσιασμό και τρελό χορό πάνω στη νοητή 61η λεωφόρο, είχε ένα πυροτέχνημα ηχητικό που το λένε Rollin’ & Tumblin’, είχε δέος για το να νιώθεις σα μια πέτρα που κυλάει και περηφάνια για το να παίρνεις σα γυναίκα και να «σπας» σαν κοριτσάκι. Είχε και μια κυρία ηλικιωμένη που βρήκε το δρόμο της μέσα στο πλήθος και έφτασε στην πρώτη σειρά για να τον δει λιγάκι από κοντά, ήσυχα-ήσυχα, και ύστερα να φύγει. Είχε όμως και απογοητεύσεις και παράπονα από ορισμένους για το γεγονός ότι επί σκηνής δε μιλάει καθόλου ο Ντύλαν, για το γεγονός ότι στα live αλλάζει πολύ τα κομμάτια ο Ντύλαν. Για τη φωνή του Ντύλαν και για τη set list του Ντύλαν. Ο κόσμος σε θαυμάζει για να σε κρίνει ευκολότερα με την πρώτη ευκαιρία.

Εγώ παρόλα αυτά (ίσως από θέμα γούστου, ίσως από το ότι υπερίσχυσε της λογικής το συναίσθημα) ένιωθα έτοιμη να εκραγώ και να διαμελιστώ σε χιλιάδες λαμπερά κομματάκια. Κι αυτό επειδή ο Μπομπ μου ανήκει: ανήκει στις εμπειρίες μου, στις ανομολόγητες σκέψεις μου και στα όνειρά μου. Μου ανήκει όπως μου ανήκουν οι παιδικές μου αναμνήσεις, όπως μου ανήκουν οι συνήθειές μου κι ένιωσα προικισμένη βλέποντάς τον να πυρπολεί τις καρδιές μας με τρυφερότητα επί κοντά δυο ώρες. Ανήκει σε μένα και σε σένα (σε περίπτωση που τον αγαπάς όσο κι εγώ), ανήκει σε όλους μας γιατί καταφέρνει να μιλάει για ό, τι απαρτίζει τη ζωή με τον πιο δικό του, διαυγή και α-ληθινό τρόπο. Και την ίδια στιγμή δεν ανήκει σε κανέναν άλλο, παρά μόνο στον εαυτό του.

Όταν άνοιξε τη συναυλία με το Rainy Day Women, ένιωσα το σώμα μου να τρέμει και την καρδιά μου να μουδιάζει, κι όταν την έκλεισε με το All Along The Watchtower και στάθηκε μπροστά στη σκηνή κοιτάζοντας το κοινό θέλοντας σιωπηλά να το ευχαριστήσει, σκέφτηκα πώς έτσι μου άρεσε, πώς όλα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν κι αισθάνθηκα ευγνωμοσύνη που ο Ντύλαν φανερώθηκε στη ζωή μου νωρίς και τη γέμισε με φως και τόλμη. Ύστερα, κι αφότου η μουσική είχε ήδη πάψει, η σκηνή φωτίστηκε και το Terra Vibe άρχισε να αδειάζει, ενώ εγώ είχα την αίσθηση ότι το σύμπαν σταμάτησε να τρεμοπαίζει, καθώς ζαλισμένη σα μια μικρή, χαμένη σελήνη είχα την ανάγκη να περιστρέφομαι αιωνίως γύρω απ’ όσα μου προσέφερε ο Μπομπ επί σκηνής.

1 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

A ρε ρεμάλι,μακάρι να γινόταν να διαβάσει ο Bob το άρθρο σου. Είμαι σίγουρη ότι θα το εκτιμούσε πολύ περισσότερο από κριτικές που τον εγκωμιάζουν ακόμα και σε μεγάλα μουσικά περιοδικά.Γιατί τα συναισθήματα αυτά και οι σκέψεις σαν τις δικές σου είναι οι λόγοι που θα τον κάνουν ευτυχισμένο και όχι η δόξα και το χρήμα. Και πιστεύω ότι κάτι τέτοιο το αποδεικνύει στη σκηνή απλά μέσω του βλέμματος και του χαμόγελου του, που καθιστούν περιττά τα λόγια και τις "χαιρετούρες" που έλειψαν σε πολλούς.
Merci για την εμπειρία της συναυλίας oh mon amour.:)
Αν δεν σε γνώριζα, δεν ξέρω αν θα είχα πάει.(κάνεις και κάτι καλό πού και πού)

Σχετικά Άρθρα

Related Posts with Thumbnails